τσήτα

τσήτα
(I)
και τσίτα, η, Ν
1. ξύλινος πήχυς
2. κομμάτι ξύλου με το οποίο κρατείται κάτι τεντωμένο
3. ξύλινο, διχαλωτό υποστήριγμα τών σταφυλοφόρων κλαδιών αμπελιού
4. διακοσμητική ταινία που ράβεται στον ποδόγυρο, αλλ. φάσα
5. καρφοβελόνα
6. κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήτα «κόσκινο» (για την τροπή τού -σ- σε τσ- πρβλ. κό-τσ-υφας < κό-σσ-υφος)].
————————
(II)
και τσίτα Ν
επίρρ.
1. τεντωμένα, τσητωτά
2. στρυμωχτά
3. φρ. «τσήτα τσήτα» — μόλις και μετά βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τσήτα (Ι) ως επίρρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσίτα — (I) η, Ν·βλ. τσήτα(I). (II) Ν επίρρ. βλ. τσήτα (II) …   Dictionary of Greek

  • τσητώνω — και τσιτώνω Ν 1. τεντώνω 2. μτφ. αναγκάζω, πιέζω κάποιον να εντείνει τις προσπάθειές του («τόν τσήτωσαν στη δουλειά») 3. φρ. «τήν τσήτωσε» (ενν. την κοιλιά του) έφαγε πάρα πολύ, φούσκωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσήτα. Κατ άλλη άποψη, το ρ. έχει προέλθει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”